Η θέσπιση του επιδόματος
Η πρόσβαση σε στέγη αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα από το οποίο εξαρτάται σειρά άλλων δικαιωμάτων (πχ., προστασία ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), συναρτάται με την οντολογική ασφάλεια του ανθρώπου και την αξιοπρέπειά του ενώ συνιστά και κομβική κοινωνική επένδυση για τα παιδιά και τη νέα γενιά. Το άρθρο 21 παρ.4 του Συντάγματος ορίζει ότι «η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του κράτους».
Το δικαίωμα αυτό έχει αποτυπωθεί και στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζει στον τίτλο IV άρθρο 34, ότι «Η Ένωση, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια, αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές» (ν. 3671/2008, ΦΕΚ129Α/3.7.2008).
Σ’ αυτό το πλαίσιο, επιτεύχθηκε συμφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας το 2000 για μια σειρά κοινών στόχων της στρατηγικής της ΕΕ κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται δύο στόχοι που αφορούν τη στέγαση, και συγκεκριμένα: «Θα εφαρμοσθούν πολιτικές με στόχο την πρόσβαση όλων σε μια αξιοπρεπή και υγιεινή κατοικία, καθώς και στις απαιτούμενες βασικές υπηρεσίες, λαμβανομένου υπόψη του τοπικού πλαισίου, για μια ομαλή ζωή στην κατοικία αυτή (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση κ.λπ.)» και «Υλοποίηση πολιτικών με στόχο την αποφυγή των κρίσιμων τομών στις συνθήκες διαβίωσης που μπορούν να οδηγήσουν σε καταστάσεις αποκλεισμού, ιδίως όσον αφορά τις περιπτώσεις υπερχρέωσης, τον σχολικό αποκλεισμό ή την απώλεια της στέγης». (https://www.consilium.europa.eu/media/21005/nice-european-council-presidency-conclusions.pdf).
Η κοινωνική στέγαση διαδραματίζει πλέον κομβικό ρόλο για την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής 2020- ειδικότερα του στόχου για τη φτώχεια και την αποτροπή της μεταβίβασης μειονεκτημάτων από γενιά σε γενιά, συμβάλλοντας σε υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης, κοινωνικής συνοχής, κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, καθώς και καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής φτώχειας μέσω του εκσυγχρονισμού της κτηριακής υποδομής (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Α7-0155/30.4.2013, Έκθεση σχετικά με την κοινωνική στέγαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση).
Το 2017, η στέγαση και βοήθεια στους αστέγους αναγνωρίστηκε ως μια από τις βασικές αρχές του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία παρέχεται πρόσβαση σε καλής ποιότητας κοινωνική κατοικία ή στεγαστική βοήθεια σε όσους την έχουν ανάγκη, τα ευάλωτα άτομα έχουν δικαίωμα σε κατάλληλη βοήθεια και προστασία έναντι της έξωσης και παρέχονται κατάλληλα καταλύματα και υπηρεσίες στους άστεγους, προκειμένου να προαχθεί η κοινωνική τους ένταξη (https://ec.europa.eu/commission/priorities/deeper-and-fairer-economic-and-monetary-union/european-pillar-social-rights/european-pillar-social-rights-20-principles_en).
Αν και υπήρξαν διάφορες μορφές στεγαστικής συνδρομής στη χώρα μας μέσω επιδότησης ενοικίου διαφόρων κοινωνικών ομάδων, όπως οι ηλικιωμένοι ή παλιννοστούντες ομογενείς ή η στήριξη απόκτησης κατοικίας για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων σε ανταποδοτική βάση (ΟΕΚ), συγκροτημένη κοινωνική πολιτική κατοικίας δεν υπήρξε στη χώρα μας (Εμμανουήλ, 2006, Κουραχάνης, 2015).
Μετά το ξέσπασμα της δημοσιονομικής και ευρύτερης οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, την ορατότητα των συνεπειών στο πεδίο της στέγασης («φαινόμενο νέο-άστεγων») και την αναβάθμιση της σχετικής πολιτικής ατζέντας (βλ. ερωτήσεις στη Βουλή, διερευνήσεις επιτροπών διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, μελέτες), άρχισε να εμπεδώνεται η ανάγκη διαμόρφωσης και υλοποίησης μιας πολιτικής κοινωνικής στήριξης της στέγης. Έτσι, κατοχυρώθηκε θεσμικά η έννοια του «άστεγου» και της δημόσιας στήριξής του (άρθρο 29 του ν. 4052/2012 –ΦΕΚ41Α/1.3.2012), υλοποιήθηκε το πιλοτικό πρόγραμμα «Στέγαση & Επανένταξη» το 2014 με ωφελούμενους 1031 άστεγους και χρηματοδοτήθηκαν δομές για την υποδοχή, στήριξη και διανυκτέρευσή τους (Κέντρα Ημέρας Αστέγων, Υπνωτήρια).
Με το ν. 4320/2015 (ΦΕΚ29Α/19.3.2015) θεσπίστηκε για πρώτη φορά το επίδομα ενοικίου ως επιμέρους κοινωνική στήριξη όσων καλύπτονταν στο πλαίσιο αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης (δηλ. ακραίας φτώχειας) και με το άρθρο 3 του ν.4472/17 (ΦΕΚ 74 Α/19.5.2017) θεσμοθετήθηκε το επίδομα στέγασης για έως και 600.000 νοικοκυριά που διαμένουν σε μισθωμένη κατοικία ή επιβαρύνονται με το κόστος εξυπηρέτησης στεγαστικού δανείου πρώτης κατοικίας, περιλαμβάνοντας εισοδηματικά και νοικοκυριά πάνω από το όριο εισοδηματικής φτώχειας. Αρχικά, το επίδομα στέγασης εξειδικεύτηκε κανονιστικά με την αριθμ. Δ13/οικ.33474/1934/2018 (ΦΕΚ2282Β/15.6.2018) κοινή υπουργική απόφαση (κ.υ.α.), ωστόσο υπήρξε τροποποίηση των εισοδηματικών ορίων για την επιλεξιμότητα ένταξης στο επίδομα το Φεβρουάριο 2019 (βλ. ανακοινώσεις Πρωθυπουργού και Αν. Υπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης).
Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν, η παρεχόμενη επιδότηση στέγασης στις περιπτώσεις των νοικοκυριών που τηρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας (εισοδηματικές, περιουσιακές, διαμονής), καθορίζεται ως εμφαίνεται στον Πίνακα 1 με ανώτατο όριο στήριξης τα 210 ευρώ ανεξαρτήτως της σύνθεσης του νοικοκυριού.
|
|||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κοινωνικές διαστάσεις
Η θέσπιση του επιδόματος αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο προνοιακής πολιτικής για τη στήριξη της στέγασης, τομέας στον οποίο η χώρα μας ήταν ουραγός σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα είχε το 2016 την τέταρτη χαμηλότερη κοινωνική δαπάνη για στέγη στην ΕΕ28 με μόλις 4 ευρώ ανά μόνιμο κάτοικο (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, 2016) όταν στην ΕΕ28 η αντίστοιχη δαπάνη ήταν 158 ευρώ, στην Κύπρο 85 ευρώ και στην Ισπανία 28 ευρώ (βλ. και Διάγραμμα 1). Όπως πολύ εύστοχα διατυπώνεται στην έκθεση για τη στέγαση στην ΕΕ (Housing Europe, 2017), η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες της ΕΕ χωρίς ένα περιεκτικό καθεστώς/πλαίσιο κοινωνικής κατοικίας.
Δεδομένων των εξελίξεων τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης, της αύξησης της φτώχειας και των φτωχών εργαζομένων αλλά και των επιπτώσεων φαινομένων τύπου airbnb στην άνοδο των ενοικίων (βλ. και Τράπεζα της Ελλάδος, 2018) και την «εκτόπιση» των πιο ευάλωτων εκτός περιοχών όπου διέμεναν με χαμηλά ενοίκια, το εργαλείο του επιδόματος στέγασης έρχεται να συμβάλει στην ενίσχυση κοινωνικής προστασίας όσων νοικοκυριών δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στο κόστος ενοικίου ή να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση στεγαστικού δανείου πρώτης κατοικίας.
Το εργαλείο αυτό είναι σαφώς κοινωνικό, υπέρ των φτωχότερων εισοδηματικών στρωμάτων και των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες στεγαστικές ανάγκες, χωρίς όμως να περιορίζεται σε όσους διαβιούν σε ακραία φτώχεια αλλά αγγίζοντας εισοδηματικά μια ευρύτερη ομάδα νοικοκυριών. Η δημόσια παροχή αρμόζουσας, ασφαλούς και σε προσιτή τιμή στέγης συνιστά κατάλληλο εργαλείο για την επίτευξη της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής χωρίς να παραγνωρίζονται οι θετικές συνέπειες για την άσκηση ελέγχου στις φούσκες στην αγορά ακινήτων και την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Α7-0155/30.4.2013, Έκθεση σχετικά με την κοινωνική στέγαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση).
Γνωρίζουμε ήδη από τα ευρήματα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτους 2017 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2016) ότι:
-
Τα νοικοκυριά σε ενοικιασμένη κατοικία συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών στεγαστικών ανέσεων (8% έναντι 4,8% όσων διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη) και 5,1% των νοικοκυριών σε ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (ΕΛΣΤΑΤ, 2018).
-
Το 43,8% του φτωχού πληθυσμού διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου έναντι 25,4% για το μη φτωχό πληθυσμό (ΕΛΣΤΑΤ, 2018).
-
Το 89,7% των φτωχών νοικοκυριών αντιμετωπίζει επιβάρυνση από το κόστος στέγασης (δηλ. το συνολικό κόστος στέγασής του ανέρχεται σε περισσότερο από το 40% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματός του) έναντι 26,8% του μη φτωχού πληθυσμού (ΕΛΣΤΑΤ, 2018).
Ο δείκτης επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης είναι εξαιρετικά υψηλός στην Ελλάδα για όσους έχουν εισοδήματα κάτω από το 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος (δηλ. λογίζονται στατιστικά ως φτωχοί): Το 2017 ανέρχεται στο 89,7% έναντι 37,9% στην ΕΕ ενώ διαχρονικά κατέγραψε τρομακτική αύξηση την περίοδο 2009- 2015 (από 67,1% το 2009 στο 94% το 2015) και άρχισε να μειώνεται τα δυο τελευταία χρόνια με την εφαρμογή της νομοθεσίας για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης (πυλώνας στήριξης στέγασης) (βλ. Διάγραμμα 2).
Συγκριτικά με την υπόλοιπη ΕΕ, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο σχετικό δείκτη επιβάρυνσης από κόστος στέγασης, στοιχείο ιδιαίτερα ανησυχητικό πριν τη θέσπιση του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης για το εισοδηματικά φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού. Σύμφωνα με το σχετικό δείκτη για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού, η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση ( με δείκτη 89,7) σε μεγάλη απόσταση από τις λοιπές χώρες, ενώ η πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ (16 χώρες) βρίσκονται μεταξύ 20-40% (βλ. Χάρτη 1).
Χάρτης 1: Επιβάρυνση κόστους στέγασης για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού στις χώρες της ΕΕ, 2016 (Πηγή: Eurostat)
Εάν εξετάσουμε τα στοιχεία ακραίας επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης (δηλ. το ποσοστό πληθυσμού με κόστος στέγασης στο 75%+ του διαθέσιμου εισοδήματός του) ανά τύπο νοικοκυριού την περίοδο 2009-2015, παρατηρούμε σημαντική αύξηση για τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά, διπλασιασμό για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και τα νοικοκυριά χωρίς εξαρτώμενα μέλη και σχεδόν τριπλασιασμό στα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά. Ειδικότερα, τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά που αντιμετώπιζαν ακραία επιβάρυνση από το κόστος στέγασης αυξήθηκαν από το 6,1% του συνόλου τους το 2009 στο 20,6% το 2015 για να μειωθούν στο 17,2% το 2016 και στο 15% το 2017 (βλ. Διάγραμμα 3 ).
H κάλυψη των στεγαστικών αναγκών μέσω της τραπεζικής πίστης κατέρρευσε με την οικονομική κρίση και τον περιορισμό των εισοδημάτων λόγω της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης και λιτότητας. Τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια ανήλθαν από 3,1 δις ευρώ το 2008 (ήτοι ποσοστό 4,8% της συνολικής στεγαστικής πίστης) στα 27,5 δις ευρώ (ήτοι το 44,7% της συνολικής στεγαστικής πίστης) το 2018 (βλ. Διάγραμμα 4). Η αλματώδης αύξηση των αιτήσεων για εξώσεις την αντίστοιχη περίοδο αποτυπώνει την πίεση προς τη συγκεκριμένη κατηγορία πληθυσμού που αν και καλύφθηκαν με τη θεσμική προστασία του ν. 3869/2010, απαιτείται ο απεγκλωβισμός και η κανονικοποίηση της στεγαστικής του ασφάλειας μέσω επιδότησης αποπληρωμής των δανείων τους.
Η οικονομική επιβάρυνση από τα έξοδα εξυπηρέτησης του στεγαστικού δανείου είναι δυσανάλογα μεγάλη για τους εισοδηματικά φτωχότερους δανειολήπτες. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία για τα κράτη μέλη της ΕΕ (βλ. Διάγραμμα 7), στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό επιβάρυνσης για το εισοδηματικά φτωχότερο 20% των δανειοληπτών που αγγίζει το 54%. Παρόμοια μεγάλα ποσοστά επιβάρυνσης καταγράφονται στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Εσθονία ενώ τα μικρότερα σχετικά ποσοστά καταγράφονται στη Φιλανδία, την Τσεχία και τη Σουηδία.
Οικονομικές διαστάσεις (επάρκεια επιδότησης)
Στο δημόσιο διάλογο, εκτός της συχνά εκφερόμενης απαξίωσης για την επιδοματική πολιτική («δίνετε επιδόματα αντί για δουλειές», «επιδοματικό κράτος»), συχνά θίγεται και η επάρκεια, το ύψος των επιδομάτων συγκριτικά με την ανάγκη που σκοπεύει να καλύψει. Η χορηγούμενη επιδότηση στέγασης (βλ. ανωτέρω σημείο 1), μπορεί να αξιολογηθεί ως επαρκής στη βάση των στοιχείων της ΕΣΤΑΤ για τη μέση δαπάνη κόστους στέγασης (που δεν περιλαμβάνει μόνο το ενοίκιο) η οποία διαμορφώνεται στα 70,27 ευρώ μηνιαίως το 2017 (βλ. Διάγραμμα 5). Η δε αυξημένη επιδότηση για κάθε επόμενο μέλος του νοικοκυριού (35 ευρώ) ή υπεραυξημένη στις περιπτώσεις των μονογονεϊκών οικογενειών φαίνεται να ενισχύει ακόμα περισσότερο την επάρκεια της χορηγούμενης στεγαστικής συνδρομής.
Η επεξεργασία στοιχείων για τις τιμές ενοικίων ανά τετραγωνικό μέτρο σε διάφορα μέρη της Ελλάδας (βλ. REMAX) σε συνδυασμό με τα απαιτούμενα ελάχιστα τετραγωνικά εμβαδού ανά τύπο οικογένειας, δύναται να μας δείξει επίσης τον υψηλό βαθμό επάρκειας του χορηγούμενου επιδόματος στέγασης για τα υποστηριζόμενα νοικοκυριά (βλ. Πίνακας 2). Για παράδειγμα, για μονομελή νοικοκυριά σε περιοχές όπως το Κερατσίνι, η Σταυρούπολη, τα Πατήσια, η Καρδίτσα και η Αγία Βαρβάρα, το ποσοστό κάλυψης (ο βαθμός επάρκειας) αγγίζει και υπερβαίνει το 100%, ενώ για τετραμελή νοικοκυριά το ποσοστό κάλυψης χαμηλότερο κατά 20-40 ποσοστιαίες μονάδες.
Πίνακας 2. Ποσοστό κάλυψης μέσου ενοικίου για μονομελή και τετραμελή νοικοκυριά από το επίδομα στέγασης
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Η οικονομική επάρκεια του επιδόματος στέγασης μπορεί να αξιολογηθεί και με βάση τα εισοδηματικά κριτήρια που παρέχεται. Τα εισοδηματικά κριτήρια του επιδόματος μπορούν να εξεταστούν τόσο προς το ύψος των εύλογων δαπανών διαβίωσης (Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, http://www.keyd.gov.gr/orismoi_synergasimosdan-2/) για κάθε τύπο νοικοκυριού όσο και προς το εισοδηματικό όριο της φτώχειας (ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών, http://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SFA10/-). Ορίζοντας ως δείκτη εύνοιας των εισοδηματικών ορίων του επιδόματος στέγασης το ποσοστό % κάλυψης των ορίων των ευλόγων δαπανών διαβίωσης και του εισοδηματικού ορίου φτώχειας, διαπιστώνουμε ότι: |
►Τα εισοδηματικά όρια του επιδόματος στέγασης στις περισσότερες περιπτώσεις νοικοκυριών, εκτός των περιπτώσεων των νοικοκυριών δυο ενηλίκων ή τριών ενηλίκων ή ενός ενήλικου ή δυο ενηλίκων με ένα τέκνο, υπερβαίνουν τα αντίστοιχα των ευλόγων δαπανών διαβίωσης και στις περιπτώσεις των μονογονεϊκών οικογενειών αγγίζουν όρια που υπερβαίνουν κατά 50% τις εύλογες δαπάνες, όπως ο δείκτης εύνοιας 174% για μονογονεϊκές με ένα τέκνο (βλ. Διάγραμμα 6).
►Τα εισοδηματικά όρια του επιδόματος στέγασης σε όλες τις περιπτώσεις νοικοκυριών, υπερβαίνουν τα αντίστοιχα εισοδηματικά όρια φτώχειας και στις περιπτώσεις των μονογονεϊκών οικογενειών είναι σχεδόν διπλάσια με δείκτη εύνοιας μεταξύ 184-192%(βλ. Διάγραμμα 7).
Καταληκτικά
Οι συνθήκες σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο που διαμορφώθηκαν μετά το 2010 συνέβαλαν σε μια τρομακτική αύξηση της στεγαστικής επισφάλειας στη χώρα μας και την ίδια στιγμή, οι εφαρμοζόμενες δημοσιονομικές πολιτικές μείωσαν έως ελαχιστοποίησαν την όποια δημόσια κοινωνική στήριξη παρέχονταν στο πεδίο της στέγασης (κυρίως μέσω του ΟΕΚ) σε συνθήκες κατάρρευσης της στεγαστικής πίστης («αποτυχία της αγοράς») (βλ. και Δημήτρης Μπαλαμπανίδης, Έλενα Πατατούκα, Δήμητρα Σιατίτσα, 2013: http://geographies.gr/wp-content/uploads/2014/07/GEO22-031-042.pdf). Με αυτό τον τρόπο διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο το κοινωνικό έλλειμμα στο πεδίο της στεγαστικής προστασίας (βλ. Κουραχάνης, 2016), οι δε πιέσεις από την έντονη τουριστικοποίηση στην Αθήνα και τις επιπτώσεις «εκτοπισμού» των πλέον ευάλωτων από το φαινόμενο airbnb δημιουργούν ένα νέο κύμα επισφάλειας που θέτει εκ νέου το ζήτημα στις μέρες μας.
Από το 2015, καταγράφεται μια προσπάθεια ανάκτησης βασικών εργαλείων πολιτικής μέσω της επιδότησης ενοικίου με εισοδηματικά κριτήρια, μετατοπιζόμενη έτσι η χώρα από ένα ιδιότυπο στοχευμένο καθεστώς στήριξης της στέγασης και της κατοικίας (πχ., ηλικιωμένοι, παλιννοστούντες, εργαζόμενοι μέσω ΟΕΚ) σε ένα καθεστώς κοινωνικής στήριξης των πιο ευάλωτων και αδύνατων που είτε έχουν αποκλειστεί είτε κινδυνεύουν άμεσα από στεγαστικό αποκλεισμό (UNECE, 2015). Η θεσμοθέτηση του επιδόματος στέγασης αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη στην προσπάθεια εμπέδωσης και πραγμάτωσης του κοινωνικού δικαιώματος στη στέγαση, με αναμενόμενες θετικές συνέπειες για την προστασία νοικοκυριών εξαιρετικά επιβαρυμένων από το κόστος στέγης ή σε άμεση απειλή έξωσης (υπερχρεωμένα νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια πρώτης κατοικίας).
Δεδομένης της συμβολής της δημόσιας στεγαστικής υποστήριξης σε ευάλωτα νοικοκυριά, το επίδομα στέγασης δεν αποτελεί απλώς μια μεταβιβαστική πληρωμή/μια επιδοματική πολιτική αλλά συνιστά ένα εργαλείο κοινωνικής επένδυσης που συμβάλει στην παροχή αξιοπρεπούς στέγης σε προσβάσιμες περιοχές, τη μείωση των ανισοτήτων πλούτου και εισοδήματος, την απελευθέρωση εισοδήματος των πλέον ευάλωτων για επενδύσεις στην εκπαίδευση και την ποιότητα ζωής και την προώθηση της απασχόλησης (UNECE, 2006). Η διεύρυνση δε των εισοδηματικών κριτηρίων πέρα από τα όρια της φτώχειας, το καθιστά κάτι περισσότερο από προνοιακό μέτρο «υπολειμματικού χαρακτήρα» και ωφελεί μέρος νοικοκυριών της μεσαίας εισοδηματικής τάξης.
Ωστόσο, το εργαλείο αυτό μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκές για ομάδες του πληθυσμού με ειδικότερη ευαλωτότητα, όπως οι διακρίσεις λόγω καταγωγής (πχ., Ρομά, πρόσφυγες, αλλοδαποί μετανάστες) για τις οποίες απαιτείται τόσο η ύπαρξη ενός αποθέματος κοινωνικών κατοικιών με διασφαλιστικές δικλείδες αποφυγής της γκετοποίησης και του χωρικού στιγματισμού όσο και παροχής κοινωνικών υποστηρικτικών υπηρεσιών τόσο ατομικό/οικογενειακό επίπεδο και σε επίπεδο γειτονιάς.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συνδράμει η ανάπτυξη στεγαστικών συνεταιρισμών και τοπικών δικτύων κοινωνικής κατοικίας στο πλαίσιο ολοκληρωμένων δράσεων κοινωνικής και εργασιακής ένταξης για τους πιο ευάλωτους αλλά και αναβάθμισης της ποιότητας ζωής μεσαίων στρωμάτων σε συνθήκες στεγαστικής επισφάλειας.
* Πολιτικός-Κοινωνικός Επιστήμονας
Απόφοιτος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης
Πηγή: efsyn.gr