Κάθε χρόνο τέτοια μέρα η συζήτηση περιστρέφεται πάντα γύρω από το ίδιο θέμα.
Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Δυστυχώς ως λαός δεν έχουμε αποβάλλει τις παθογένειες στην νοοτροπία μας, με αποτέλεσμα να διχαζόμαστε και να αναρωτιόμαστε ως κοινωνία, για το αν υπάρχουν νεκροί στο Πολυτεχνείο την 17η Νοεμβρίου. Δώστε προσοχή στα παρακάτω γιατί εδώ ειναι όλο το νόημα της κουβέντας.
Μας ενδιαφέρει -ως ελληνική κοινωνία- να διευθετήσουμε αν υπήρχαν νεκροί ΜΕΣΑ στον προαύλιο χώρο του ιδρύματος. Παίζουμε το παιχνίδι των λέξεων με το ποιος είπε, ποια συγκεκριμένη λέξη και ξεφεύγουμε της ουσίας.
Λοιπόν η απάντηση που δίνω εγώ μετά από ατελείωτες ώρες ερευνών στον τύπο τότε αλλα και διαβάσματος συνεντεύξεων των γεγονότων για εκείνη την ημέρα, είναι πως επίσημα νεκροί μέσα στο Πολυτεχνείο δεν υπήρχαν.
Ε ΚΑΙ; Οι νεκροί στους γύρω δρόμους, την ίδια ώρα ή μετά την εισβολή του τανκ, που βγήκαν οι εξεγερμένοι για να φύγουν και τους πυροβολούσαν στο ψαχνό οι ελεύθεροι σκοπευτές δεν ανήκουν στους νεκρούς του Πολυτεχνείου; Δεν πέθαναν για τον ίδιο σκοπό που ήταν έτοιμοι να πεθάνουν οι τόσοι φοιτητές που είχαν κρεμαστεί πάνω στα κάγκελα; Αν κάνετε μια απλή αναζήτηση στο ιντερνετ θα διαβάσετε για το πόρισμα του εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά το 1975 και για τους ΕΠΙΣΗΜΑ επιβεβαιωμένους θανάτους από σφαίρες της φρουράς ή από αέρια που έριχνε η αστυνομία για να διαλύσει τον κόσμο που διαδήλωνε. Ήθελαν αίμα.
Αν διαβάσετε ολόκληρη την συγκλονιστική συνέντευξη του Σκευοφύλαξ, δηλαδή του ανθρώπου που χειριζόταν το τανκ, θα καταλάβετε τι σημαίνει η φράση ήθελαν αίμα. Δεν θα μπορέσετε να μην μείνετε στα παρακάτω λόγια του:
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ημουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Τότε οι «μαυροσκούφηδες» ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. «Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα» μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. «Παλιοκουμμούνια» θα καλοπεράσετε!» λέγαμε.
«Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε «είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια». Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα»!
Ήταν τέτοια η πλύση εγκεφάλου που και ο χαμηλότερος σε ιεραρχία μέσα στον στρατό παθιαζόταν με το “κακό” που είχε απέναντι του. Φυσικά όπως -προς τιμήν του- μόνος του είπε πως μια συγγνώμη δεν αρκεί για να διορθώσει τις πράξεις του τότε.
«Όπως περνούσαν οι φοιτητές θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μας έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ’ όσα τους κάναμε… Δεν μπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!..».
Νεκρός μπορεί να μην υπήρξε στον προαύλιο χώρο αγαπητοί μου, όμως όλοι όσοι πέθαναν για να ανατρέψουν την δικτατορία την ημέρα εκείνη ανήκουν στους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Και ας μην ήταν μέσα.
Υ.Γ 1 Οι νεκροί είναι το ίδιο πάντα. Είτε πεθαίνουν από τρομοκρατική επίθεση, είτε από τρομακτική αμέλεια των υπευθύνων αυτού του τόπου , οι μανάδες το ίδιο κλαίνε τα παιδιά τους. Να λυπάστε λιγότερο εκείνους που σκοτώθηκαν για την ελευθερία τους και τα ιδανικά μιας πατρίδας και περισσότερο για τα θύματα που σκοτώθηκαν από έναν ορμητικό χείμαρρο που κάποιοι τον κατεύθυναν στην μέση μιας πόλης.
Υ.Γ 2 “Eρε ένας Παπαδόπουλος που χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα”, “επι χούντας πήρε ρεύμα και το τελευταίο χωριό, φτιάχτηκαν οι δρόμοι παντού.”
Θα σας παρακαλέσω όλους εσάς, που θα ακούσετε αυτές τις εκφράσεις από κάποιον νοσταλγό της χούντας ή απλά κάποιον 50χρονο ανιστόρητο που αναμασάει τα λόγια του μπαμπά του, να απαντήσετε ευθεία και χωρίς υπεκφυγές γιατί μπορεί να είναι συγγενής σας τα εξής :
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος βρήκε τα έργα ηλεκτροδότησης και οδοποιίας από τις προγενέστερες δημοκρατικές κυβερνήσεις που τα είχαν ξεκινήσει στα τέλη της δεκαετίας του 50. Δεν έφτιαξε δρόμους, δεν έστειλε ρεύμα στα χωριά γιατί ήταν πατριώτης, απλώς συνέχισε και δεν σταμάτησε αυτά τα μεγάλα έργα που είχαν ήδη εκπονηθεί πριν από αυτόν. Και δεν το έκανε γιατί ήθελε την ευημερία του τόπου αλλά γιατί το φαγοπότι που έκανε τότε με τους δικούς του ήταν ανεπανάληπτο. Όπως με την Εγνατία Οδό που εγκαινίασε ένα έργο ύψους 38 εκ δολλαρίων (!) που δεν έγινε ποτέ εκείνα τα χρόνια μιας και ο δρόμος ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1994.
Και θα παρακαλέσω και όλους εσάς που λέτε αυτές τις ατάκες και διαβάζετε το κείμενο μου να ανοίξετε ένα βιβλίο ιστορίας, να βγάλετε τα προπαγανδιστικά γυαλιά -που είχαν φορέσει στους γονείς σας- και πλέον εσείς τα φοράτε με υπερηφάνεια και να βάλετε τα γυαλιά της αλήθειας και της πραγματικότητας.