Η πανδημία COVID-19 απέδειξε πως τα κράτη μεμονωμένα είναι ανίσχυρα να ανταπεξέλθουν σε απρόσμενες υγειονομικές προκλήσεις και ότι μια κρίση τέτοιου βεληνεκούς μπορεί να απειλήσει τα συστήματα υγείας τους με κατάρρευση.
Ταυτόχρονα, ελλείψεις σε εξοπλισμό, προσωπικό και υποδομές, ανέδειξαν τη σημασία της ύπαρξης κοινών πολιτικών υγειονομικής διαχείρισης, έρευνας για την εύρεση εμβολίων αλλά και προτύπων περιορισμού του γενικού πληθυσμού σε συνθήκες καραντίνας.
Η Ευρώπη βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο της νόσου και κλονίζεται από το δράμα της Ιταλίας και της Ισπανίας με χιλιάδες νεκρούς. Οφείλουμε να αναζητήσουμε τα αίτια που προκάλεσαν αυτήν την τραγωδία και τις αποφάσεις που καθυστερημένα ελήφθησαν, όμως πρέπει να προετοιμαστούμε και για το μέλλον. Η κρίση αυτή να λειτουργήσει ως δίδαγμα και να αναπτύξουμε ισχυρές βάσεις για την υγειονομική ενοποίηση της Ευρώπης ώστε να προστατεύσουμε τους πολίτες της από νέες πανδημίες αλλά και να παρέχουμε καλύτερες υπηρεσίες υγείας σε ηπιότερους καιρούς.
Ήρθε η ώρα για την Ένωση να αναπτύξει κοινοτικές δομές υγείας με αποφασιστικότητα. Τα βήματα που χρειάζεται να γίνουν είναι άμεσα, αδάπανα και θα έχουν ευεργετικές συνέπειες στην λειτουργία των Συστημάτων Υγείας των Κρατών-Μελών.
Αρχικά, η θέσπιση ενός κοινού προγράμματος ελάχιστου εμβολιασμού, το οποίο θα καλύπτει όλες τις ηλικίες και θα ισχύει σε όλα τα Κράτη-Μέλη κρίνεται πλέον απαραίτητη. Το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να συνταχθεί με κριτήρια αμιγώς επιστημονικά και η προμήθεια και παροχή των εμβολίων να πραγματοποιούνται μέσω μιας Κοινής Ευρωπαϊκής Αρχής. Με αυτόν τον τρόπο, θα επιτευχθεί η διαθεσιμότητα τους σε λογικό κόστος και χωρίς να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στους χρόνους παράδοσης ή στον τύπο του εμβολίου.
Στη συνέχεια, αυτή η Κοινή Ευρωπαϊκή Αρχή, θα μπορούσε να αναλάβει τις πολιτικές παραγγελίας του υγειονομικού και ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού συνολικά και τιμολόγησης τους σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αυτόν τον τρόπο, θα επιτύγχανε επάρκεια φαρμάκων σε όλα τα Κράτη-Μέλη κατά την διάρκεια του χρόνου, θα συμπίεζε το κόστος αγοράς αυτών και του ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να αποτρέψει φαινόμενα ανεξέλεγκτων φαρμακευτικών δαπανών εις βάρος των κρατικών προϋπολογισμών και αδικαιολόγητης συμπίεσης του κόστους προς επίτευξη δημοσιονομικών στόχων, πάντα υπό το πρίσμα της διαφάνειας. Η υγεία των πολιτών δεν μπορεί να είναι το πεδίο κερδοσκοπίας κανενός, πόσο μάλλον το μέσο επίτευξης αλλότριων κυβερνητικών στόχων.
Ο στόχος του κοινού ευρωπαϊκού εμβολιαστικού προγράμματος και η δημιουργία Κοινής Ευρωπαϊκής Αρχής Παραγγελιών και Τιμολόγησης Φαρμάκων μπορεί να επιτευχθεί με τον ίδιο τρόπο που συγκροτήθηκε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι εκάστοτε εθνικές αρχές εμβολιασμού και παραγγελιών θα τεθούν υπό κοινή διοίκηση, λειτουργώντας με κοινά πρωτόκολλα και μηχανισμούς, ως παραρτήματα πραγμάτωσης της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Φαρμάκων και Υγείας. Η Αρχή θα εποπτεύεται πολιτικά από το Συμβούλιο Υπουργών Υγείας και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο και θα επικυρώνει την διοίκηση της. Με την ανακατεύθυνση εθνικών μηχανισμών και διαδικασιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Αρχή αυτή μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος για τους Ευρωπαίους πολίτες, με αποτέλεσμα την παροχή ποιοτικότερης περίθαλψης και αναβαθμισμένων υπηρεσιών υγείας για όλους τους Ευρωπαίους ανεξάρτητα από το Κράτος-Μέλος στο οποίο ζουν.
Η κρίση της πανδημίας θα τελειώσει. Η επόμενη μέρα θα μας βρει κλονισμένους οικονομικά και κοινωνικά όμως δεν πρέπει να μας βρει καταρρακωμένους αλλά αποφασισμένους να βελτιώσουμε την περίθαλψη των πολιτών μας. Από αυτήν την κρίση πρέπει να λάβουμε τα σωστά μηνύματα. Η προστασία μας σίγουρα είναι και ατομική ευθύνη, αλλά αν μάθουμε τώρα από τα λάθη και τις ελλείψεις μας, την επόμενη φορά θα είναι και Ευρωπαϊκή.
O Στέλιος Κυμπουρόπουλος είναι ευρωβουλευτής της ΝΔ