Ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί από τη Φυλή προς Δερβενοχώρια, περίπου στα τρεισήμισι χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το κέντρο του οικισμού, συναντούμε ένα από τα αρχαιότερα βυζαντινά μοναστήρια της Δυτικής Αττικής.
Η Μονή Κλειστών, ευρισκόμενη σε ύψος 430 μέτρων, σε ένα σημείο που «αγκαλιάζεται» από τους επιβλητικούς ορεινούς όγκους του «Άρματος» ή «Καλιακούδας» από τα βόρεια, από τις κορυφές «Αλογόπετρα» και «Ταμίλθι» ανατολικά και την κορυφογραμμή «Θοδώρα» και «Καλλίνικο» από τα δυτικά, οφείλει το όνομά της στην εντυπωσιακή, αλλά και μυστηριώδη, «κλειστή» της τοποθεσία.
Από το απόκρημνο σημείο στο οποίο δεσπόζει η δυτική όχθη του -επισφαλούς για τους πεζοπόρους αλλά και σαγηνευτικού για τους φυσιοδίφες- φαραγγιού της Γιαννούλας, είναι διακριτός ο αττικός νότος, το Θριάσιο πεδίο και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή και συγγραφέα Δημήτρη Γιώτα, το μοναστήρι, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κτίστηκε περίπου στις αρχές του 13ου αιώνα, είναι δηλαδή της βυζαντινής περιόδου και ο λόγος της ίδρυσής του ήταν η παροχή καταφυγίου στους κυνηγημένους Χριστιανούς, αλλά και στους κάθε λογής υπόδουλους Έλληνες που πάσχιζαν να αποφύγουν το θάνατο και το σκλαβοπάζαρο.
Ο καθηγητής – ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος θεωρεί ότι ως ημερομηνία κατασκευής του μπορεί να θεωρηθεί «προ της αλώσεως», δηλαδή πριν από το 1453.
Ένα από τα πλέον ιστορικά έθιμα του Δήμου Φυλής, είναι το καθιερωμένο ταξίδι που κάνει κάθε χρόνο η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στη Μονή Κλειστών, μαζί με πλήθος πιστών, από το Μοναστήρι ως τον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα Άνω Λιόσια. Παραδοσιακά, το «παρών» στη λιτάνευση δίνουν Φουστανελοφόροι και Γριζοφόρες, αλλά και κάτοικοι από όλες τις δημοτικές ενότητες, κρατώντας όλοι μαζί «ζωντανό» το έθιμο των προγόνων.
Σύμφωνα με τον θρύλο, η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας, βρέθηκε πριν από πολλά χρόνια από έναν ευσεβή Χριστιανό, στην απέναντι όχθη του φαραγγιού, εντός του κοιλώματος ενός βράχου, υπό τη λάμψη ενός εκτυφλωτικού φωτός, σε ένα σημείο που κατόπιν ονομάστηκε Φανερωμένη. Ο πιστός μετέφερε την είδηση στους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι ενθουσιασμένοι αποφάσισαν να κτίσουν ένα μοναστήρι εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Μονή, προκειμένου να διαφυλάξουν το πολύτιμο εύρημα, καθώς στο σημείο όπου ευρέθη η Εικόνα ήταν αδύνατο να κτιστεί το οτιδήποτε, κυρίως λόγω της δυσκολίας μεταφοράς υλικών εντός του κοιλώματος.
Ωστόσο, προς έκπληξη όλων, όχι μία, αλλά δύο φορές η Εικόνα αλλά και τα υλικά των μαστόρων επέστρεψαν μόνα τους στο αρχικό σημείο, δείχνοντας τη θέλησης της Παναγιάς. Στη συνέχεια όμως, μετά και τις ολονύκτιες παρακλήσεις στη Θεοτόκο, φαίνεται πως οι ικεσίες των Χριστιανών εισακούστηκαν, αφού η Εικόνα έμεινε στη θέση της και οι εργασίες ανέγερσης του μοναστηριού προχώρησαν κανονικά.
Φυσικά και η ελληνική χριστιανική παράδοση σε πολλές περιπτώσεις ταυτίζει την κατασκευή Ιερών Ναών με τη θεϊκή παρέμβαση. Ωστόσο, ακόμα και στις μέρες μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως το ακοίμητο καντήλι της Φανερωμένης μεταφέρεται από τις μοναχές μέσω τροχαλίας σε μια απόσταση περίπου 200 μέτρων, ενώ πάντα υπάρχουν στο κοίλωμα οι αφιερώσεις και τα μηνύματα των πιστών που επισκέπτονται το δύσβατο σημείο.
Άλλοτε ανδρώα και άλλοτε γυναικεία, η Μονή ανασυστήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο σε γυναικεία (Π.Δ. 25/7/1933, Φ.Ε.Κ. 275/1933) το 1933. Από το 2010 υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως, ενώ παλαιότερα υπαγόταν στην τέως Μητρόπολη Αττικής.